Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το επιπλοποιείο

См. также в других словарях:

  • επιπλοποιείο — το εργοστάσιο, εργαστήριο κατασκευής επίπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλοποιός. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • επιπλοποιείο — το εργοστάσιο ή εργαστήριο κατασκευής επίπλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βερνικωτής — ο αυτός που επάγγελμά του είναι να βερνικώνει, ο λουστραδόρος, ο λούστρος, ο στιλβωτής: Εργάζεται σ’ ένα επιπλοποιείο ως βερνικωτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»