-
1 επιπλοποιείο(ν)
το мебельная фабрика или мастерская -
2 επιπλοποιείο(ν)
το мебельная фабрика или мастерская -
3 мебельный
мебельный: \мебельный магазин το επιπλοπωλείο· \мебельный ая фабрика το επιπλοποιείο* * *ме́бельный магази́н — το επιπλοπωλείο
ме́бельная фа́брика — το επιπλοποιείο
-
4 фабрика
η βιοτεχνία, το εργοστάσιο, η φάμπρικα (ξεν.)прядильная - η κλωστοϋφαντουργία, το κλωστοϋφαντουργείοτο κλωστήριο, το νηματουργείο, табачная - το καπνεργοστάσιοткацкая - το υφαντήριο, το υφαντουργείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фабрика
См. также в других словарях:
επιπλοποιείο — το εργοστάσιο, εργαστήριο κατασκευής επίπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλοποιός. Η λ. μαρτυρείται στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
επιπλοποιείο — το εργοστάσιο ή εργαστήριο κατασκευής επίπλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βερνικωτής — ο αυτός που επάγγελμά του είναι να βερνικώνει, ο λουστραδόρος, ο λούστρος, ο στιλβωτής: Εργάζεται σ’ ένα επιπλοποιείο ως βερνικωτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)